- πολυμεθυλένια
- τα, Νχημ. οργανικές ενώσεις που περιέχουν στο μόριό τους ακέραιο αριθμό ριζών μεθυλενίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polymethylene < πολυ-* + μεθυλένιο (< μέθυ + ύλη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.